περιτρέφω

περιτρέφω
περιτρέφω, [tense] pf. -
A

τέτροφα A.R.2.738

:—cause, make to congeal around, πάχνην l.c.: metaph.,

ἄλγος π. κραδίην Nic.Th.299

:—[voice] Pass., περιτρέφεται κυκόωντι [the milk] forms curds as you mix it, Il.5.903; σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος the ice froze hard upon the shields, Od.14.477;

τὸ περιτεθραμμένον σοι σαρκίδιον M.Ant.12.1

, cf. Gal.2.504.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιτρέφω — Α κάνω κάτι να πήξει ή να παγώσει ολόγυρα …   Dictionary of Greek

  • περιτροφικός — ή, ό, Ν φρ. «περιτροφική μεμβράνη» μεμβράνη από χιτίνη που προστατεύει τα επιθηλιακά κέντρα τού μεσεντερίου τών εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. peritrophic (membrane) (< περιτρέφω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”